Η καρωτιδική νόσος απαιτεί θεραπεία ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου. Η θεραπεία εξαρτάται από τα συμπτώματα, το βαθμό στένωσης της καρωτίδος, τα χαρακτηριστικά της καρωτιδικής πλάκας και τη φυσική κατάσταση του ασθενή. Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει αλλαγές του τρόπου ζωής σε συνδυασμό με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Η χειρουργική/επεμβατική θεραπεία συνίσταται είτε σε ανοιχτή αποκατάσταση (καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή) είτε σε ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση (αγγειοπλαστική με τοποθέτηση ενδονάρθηκα/stent).

Η κατάλληλη θεραπεία μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή ανάλογα με διάφορες παραμέτρους. Κατά κανόνα, οι ασθενείς με ποσοστό καρωτιδικής στένωσης μικρότερο του 50% αντιμετωπίζονται συντηρητικά, ανεξάρτητα από την παρουσία συμπτωμάτων (παροδικό ισχαιμικό ή εγκεφαλικό επεισόδιο). Ασθενείς με πρόσφατο ισχαιμικό επεισόδιο (παροδικό ή μόνιμο εγκεφαλικό επεισόδιο) και ποσοστό καρωτιδικής στένωσης μεγαλύτερο του 50%, χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης, καθώς υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για νέο ισχαιμικό επεισόδιο. Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς που το ποσοστό καρωτιδικής στένωσης είναι μεγαλύτερο του 70%, και εφόσον είναι δραστήριοι με καλό προσδόκιμο επιβίωσης και χαμηλό χειρουργικό ρίσκο, συνιστάται επίσης η χειρουργική αντιμετώπιση, ώστε να αποφευχθεί ένα μελλοντικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Τα τελευταία έτη υποστηρίζεται από κάποια κέντρα ότι η συντηρητική αντιμετώπιση της καρωτιδικής νόσου σε ασυμπτωματικούς ασθενείς ενδέχεται να είναι επαρκής, ανεξάρτητα από το ποσοστό της στένωσης. Ωστόσο η άποψη αυτή δεν έχει προς το παρόν τεκμηριωθεί στις κατευθυντήριες οδηγίες των περισσότερων χωρών του δυτικού κόσμου.